- πιθανοφανής
- -ές, Ναυτός που φαίνεται πιθανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… … Dictionary of Greek
πιθανικός — ή, όν, Μ [πιθανός] πιθανοφανής, ευλογοφανής, πειστικός … Dictionary of Greek
πιθανοφάνεια — η, Ν [πιθανοφανής] η ιδιότητα τού πιθανοφανούς, το να φαίνεται κάτι πιθανό … Dictionary of Greek
υπόθεση η — 1. ό,τι υποθέτει κανείς, ό,τι θεωρεί ως δεδομένο ή ως πραγματικό, ως βάση σκέψης. 2. πιθανοφανής αρχή για εξήγηση φυσικών φαινομένων, που μπορεί να αποβεί θεωρία: Η υπόθεση του Δαρβίνου για τη γένεση των ειδών. 3. το θέμα, το αντικείμενο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)